- εὐλαβεῖται
- εὐλαβέομαιto be discreetpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θεοβλαβούμενος — η, ο αυτός που ευλαβείται τον θεό, ο θεοφοβούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + ευλαβούμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. ευλαβούμαι, με σίγηση τού προτονικού αρχικού φωνήεντος] … Dictionary of Greek
εὐλαβεῖθ' — εὐλαβεῖτο , εὐλαβέομαι to be discreet pres opt mp 3rd sg (epic ionic) εὐλαβεῖται , εὐλαβέομαι to be discreet pres ind mp 3rd sg (attic epic) εὐλαβεῖτο , εὐλαβέομαι to be discreet imperf ind mp 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)